- υποστράτηγος
- οανώτατος αξιωματικός του στρατού, αμέσως ανώτερος του ταξίαρχου και αμέσως κατώτερος του αντιστράτηγου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑποστράτηγος — subordinate commander masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστράτηγος — ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ [στρατηγός] νεοελλ. στρ. ανώτατος αξιωματικός τού στρατού, με βαθμό ανώτερο από τού ταξιάρχου και κατώτερο από τού αντιστρατήγου αρχ. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν… … Dictionary of Greek
ὑποστρατήγοις — ὑποστράτηγος subordinate commander masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγου — ὑποστράτηγος subordinate commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγους — ὑποστράτηγος subordinate commander masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγων — ὑποστράτηγος subordinate commander masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγῳ — ὑποστράτηγος subordinate commander masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστράτηγοι — ὑποστράτηγος subordinate commander masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστράτηγον — ὑποστράτηγος subordinate commander masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστρατηγώ — έω, Α [ὑποστράτηγος] υπηρετώ ως υποστράτηγος … Dictionary of Greek